ὑπερχειλής

ὑπερχειλής
ὑπερχειλής
over the brim
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπερχειλής — ές, / ὑπερχειλής, ές, ΝΜΑ (για δοχείο και παρόμοιες κατασκευές ή φυσικούς χώρους) γεμάτος και πάνω από τα χείλη, ξέχειλος («ὑπερχειλεῑς κρατῆρες», Πολυδ.) μσν. αρχ. υπερπλήρης, τελείως γεμάτος («σιτοθῆκαι ὑπερχειλεῑς καὶ ὑπέραντλοι», Θεμιστ.).… …   Dictionary of Greek

  • ὑπερχειλῆ — ὑπερχειλής over the brim neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑπερχειλής over the brim masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑπερχειλής over the brim masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερχειλεῖς — ὑπερχειλής over the brim masc/fem acc pl ὑπερχειλής over the brim masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερχειλές — ὑπερχειλής over the brim masc/fem voc sg ὑπερχειλής over the brim neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερχειλῶν — ὑπερχειλής over the brim masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέρχειλος — ον, Α υπερχειλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού επιθ. ὑπερχειλής κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. σε ος] …   Dictionary of Greek

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπερχειλώ — έω, Μ [ὑπερχειλής] υπερχειλίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”